γεροδεμένος

γεροδεμένος
η , ο
1) крепко, прочно сделанный; добротный; 2) хорошо налаженный;

γεροδεμένη δουλιά — налаженное дело;

3) коренастый, крепкий; здоровенный;

γεροδεμένο παλληκάρι — здоровенный детина; — здоровяк


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γεροδεμένος" в других словарях:

  • γεροδεμένος — η, ο 1.ο ρωμαλέος: Τους εμπόδισε ένας γεροδεμένος αστυνομικός. 2. μτφ., ο στέρεος: Η φιλία τους είναι γεροδεμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροδεμένος — η, ο βλ. γεροδένω …   Dictionary of Greek

  • γεροδένω — 1. δένω στερεά 2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω 3. (μτχ.) γεροδεμένος, η, ο α) (για πράγματα) στερεός β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός …   Dictionary of Greek

  • κορμάτος — η, ο εύσωμος, γεροδεμένος, με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + κατάλ. άτος (πρβλ. μελ άτος, ξιδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης …   Dictionary of Greek

  • παίδαρος — ο [παιδί] 1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό 2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη 3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης 4. (κατ επέκτ.) όμορφη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα …   Dictionary of Greek

  • Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… …   Dictionary of Greek

  • γεροδένω — γερόδεσα, γεροδέθηκα, γεροδεμένος, δένω στέρεα, εξασφαλίζω: Γερόδεσαν την επιχείρησή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροκαμωμένος — η, ο ο φτιαγμένος στέρεα, ο γεροδεμένος: Χτίσαμε ένα γεροκαμωμένο τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»